Real Estate News NETWORKSOCIALOPINION.GR | INVESTNEWS.GR | PARATIRITIS.GR | PREMIUM.PARATIRITIS.GR

realestatenews.gr

Ενα χρόνο υπομονή

Η μέση περίοδος αναμονής έως τη διάθεση των προσφερόμενων προς πώληση κατοικιών (από την ημέρα που τέθηκαν προς πώληση) εκτιμάται ότι έφθασε στο ένα έτος στους πρώτους μήνες του 2014, έναντι πέντε μήνες το 2009 (εκτιμήσεις υπηρεσιών της Τραπέζης της Ελλάδος). Επίσης, εκτιμάται τώρα ότι η έκπτωση επί της αρχικής τιμής ήταν κατά μέσο όρο περί 25% στο πρώτο εξάμηνο του 2014, έναντι 12,6% που υπολογίσθηκε το 2009. Κατά συνέπεια, ο αριθμός των συναλλαγών επί των οικιστικών ακινήτων, που πραγματοποιήθηκαν με τη διαμεσολάβηση του τραπεζικού συστήματος, μειώθηκε σημαντικά και κατέληξε σε ακόμα πιο χαμηλό επίπεδο στο δεύτερο τρίμηνο του 2014 στις 3.003 συναλλαγές, από 4.008 το πρώτο τρίμηνο του 2014, έναντι 5.121 το δεύτερο τρίμηνο του 2013.

Επισημαίνεται ότι ο αριθμός των συναλλαγών στα οικιστικά ακίνητα μειώθηκε από το υψηλό των 148,1 χιλ. το 2007, στις 30,9 χιλ. το 2012 και 23,8 χιλ. το 2013 και οδεύοντας προς τις 15 χιλ. το 2014.

Έκαναν μαρτύριο το σπίτι

Στην Ελλάδα σχεδόν το 41% του πληθυσμού αξιολογείται ως υπερβολικά επιβαρυμένο οικονομικά, δαπανώντας πάνω από το 40% του συνολικού εισοδήματος για την κάλυψη εξόδων που σχετίζονται με το ακίνητό του. Πρόκειται για δαπάνες όπως οι φόροι που συνδέονται με το ακίνητο (ΕΝΦΙΑ, δημοτικά τέλη), ενοίκιο, ή δόση στεγαστικού δανείου (όπου υπάρχουν), έξοδα θέρμανσης, νερού, τηλεφώνου και δαπάνες κοινοχρήστων/συντήρησης. Ενδεικτικό του «χάσματος» με την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ότι το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνάει το 11,5% του πληθυσμού. Η εικόνα είναι ακόμα πιο δραματική στα πλέον αδύναμα οικονομικά νοικοκυριά (κάτω από το 60% του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος), όπου σε ποσοστό 95% καταβάλλουν πάνω από 40% των εισοδημάτων για το ακίνητό τους. «Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ανησυχητική και δεν έχει προηγούμενο σε καμιά άλλη χώρα της Ε.Ε. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την περίοδο 2007-2014 υπήρξε αύξηση κατά 25% του πληθυσμού της χώρας που δαπανά ποσοστό μεγαλύτερο του 40% του εισοδήματός του για να καλύπτει δαπάνες που σχετίζονται με το ακίνητό του. Η αντίστοιχη αύξηση στην Ε.Ε. των «28» δεν ξεπέρασε το 0,8%. Εν ολίγοις, τη στιγμή που η οικονομία βρισκόταν σε ύφεση, η ανεργία αυξανόταν και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών υποχωρούσε διαρκώς, ανέβηκε κατακόρυφα το κόστος στέγασης μέσω νέων φόρων στην κατοχή ακινήτου, αλλά και αύξησης των τιμολογίων των ΔΕΚΟ (κυρίως της ΔΕΗ) και του κόστους του πετρελαίου θέρμανσης. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού που καθυστερεί να πληρώσει το ενοίκιο ή τη δόση του στεγαστικού δανείου, καθώς αυτό διαμορφώνεται σε 14,6%, έναντι μόλις 4,1% στην υπόλοιπη Ευρώπη. Επίσης, το 33% του πληθυσμού αδυνατεί να κρατήσει το ακίνητό του ζεστό τους χειμερινούς μήνες, αύξηση της τάξεως του 19% κατά το διάστημα από το 2007 μέχρι το 2014, όταν κατά το ίδιο διάστημα, στην υπόλοιπη Ευρώπη οι συνθήκες βελτιώθηκαν καθώς το σχετικό ποσοστό υποχώρησε κατά 1,6%. Αλλο ένα χαρακτηριστικό της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης στην Ελλάδα είναι και το ότι αυξήθηκαν τα μέλη μιας οικογένειας που υποχρεώνονται να συγκατοικήσουν σε λιγότερα δωμάτια. Στη χώρα μας, αυτό ισχύει για το 27,4% του πληθυσμού, έναντι 17% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ποσοστό που μας κατατάσσει στην 20ή θέση επί συνόλου 28 χωρών. Συνολικά, στον δείκτη «Αποκλεισμός από τη Στέγαση» που επιμελείται η FEANTSA, η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά στην τελευταία θέση, τα τελευταία χρόνια, καθώς ανάλογη ήταν η εικόνα και το 2013.

Επενδύσεις υψηλού ρίσκου

Θα μπόρεσε να θεωρηθεί ως ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κουιζ με τίτλο : «ποιά είναι σήμερα η χειρότερη επένδυση στην αγορά ακινήτων». Δυστυχώς οι αμείλικτοι αριθμοί αποκαλύπτουν ότι αυτή είναι , η αγορά καταστημάτων σε κάποια συνοικιακή αγορά ή ακόμα και σε παράπλευρους δρόμους που βρίσκονται σε σημεία υψηλής προβολής. Τι αποκαλύπτουν τα στοιχεία πρόσφατων ερευνών ; Το αυτονόητο. Ότι η συγκεκριμένη επένδυση μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα «οδυνηρή» είτε λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος για ενοικίαση είτε λόγω αρνητικών πραγματικών αποδόσεων(μετά την αφαίρεση των φόρων). Ας πάρουμε όμως τα πράγματα απο την αρχή . Στο κέντρο της Αθήνας σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα σε δείγμα 2.000 περίπου καταστημάτων το 20% είναι κενά. Δηλαδή στους 100 εμπορικούς χώρους οι 16 παραμένουν κενοί είτε λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος είτε λόγω των υψηλών ενοικίων που ζητούν οι ιδιοκτήτες τους. Η κρίση ‘έχει δείξει τα δόντια της ακόμα και σε εμπορικούς δρόμους οι οποίοι στις προηγούμενες δεκαετίες χαρακτηρίζονται ως εμπορικές πιάτσες υψηλής προβολής. Για παράδειγμα στην Χρυσοσπηλιωτίσης , ένα δρόμος στην καρδιά του εμπορικού κέντρου της πρωτεύουσας το περισσότερο από το 40% των εμπορικών χώρων παραμένουν κλειστοί. Ανάλογη η εικόνα και στην Θησέως, στην Καλαμιώτου , στην Αγίας Ειρήνης και σε μία πλειάδα άλλων δρόμων του ιστορικού κέντρου οι οποίοι μέχρι πριν από λίγα μόλις χρόνια ήταν το σημείο αναφοράς για συγκεκριμένες εμπορικές δραστηριότητες. Αν μάλιστα κανείς αφαιρέσει τις μισθώσεις που συνδυάστηκαν με αλλαγή της χρήση δηλαδή ένα εμπορικός χώρος που μετατράπηκε σε καφετέρια τότε η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο ζοφερή. Σε μία άλλη αγορά, σε αυτή του Πειρακάθε και των όμορων Δήμων η εικόνα δεν είναι διαφορετική. Σύμφωνα με μελέτη που αφορούσε στο δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου ο αριθμός των κενών καταστημάτων και γενικότερα επιχειρηματικών χώρων που προστέθηκαν στο απόθεμα των κενών καταστημάτων προσέγγιζαν τις 8.000 σε σύνολο 50.000 επαγγελματικών χώρων τουλάχιστον. Οι χώροι αυτοί βρίσκονται είτε σε συνοικιακές αγορές είτε σε παράπλευρους δρόμους και εκτιμάται ότι ακόμα και στην περίπτωση δραστικής μείωσης του ζητούμενου ενοικίου θα απαιτηθεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα για να βρεθεί καινούργιος ενοικιαστής. Ανάλογοη είναι η κατάσταση και στα μικρά γραφεία στο κέντρο της Αθήνας και του Πειραιά όπου το ποσοστό των κενών χώρων αυξάνεται με θεματικούς ρυθμούς αφού ο ρυθμός ίδρυσης επιχειρήσεων και έναρξης επαγγέλματος των επαγγελματικών είναι πολύ χαμηλότερος σε σύγκριση με το αντίστοιχο της έναρξης. Όλα τα στοιχεία αυτά οδηγούν σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα. Η κρίση στην αγορά ακινήτων δεν θα κτυπήσει τόσο την αγορά κατοικίας όσο την αγορά καταστημάτων και γραφείων αφού εκεί κτυπά ο παλμός της οικονομίας. Και το κτύπημα θα είναι σφοδρότερο στις λεγόμενες περιφερειακές αγορές αφού ήδη το εμπόριο βρίσκεται σε διαδικασία οικονομικής και χωροταξικής συγκέντρωσης. Με δεδομένο ότι τα εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται σε δρόμους υψηλής εμπορικής προβολής είναι όχι μόνο «σπάνια» αλλά και πανάκριβα τότε κάθε επένδυση στο συγκεκριμένο τομέα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και περίσκεψη αφού ο συντελεστής κινδύνου είναι ιδιαίτερα υψηλός.

Ο λογαριασμός

Από το απόγευμα αναμένεται να ξεκινήσει η σταδιακή ανάρτηση των εκκαθαριστικών στο taxisnet με περίπου 6 εκατομμύρια ιδιοκτήτες να μοιράζονται και φέτος ένα βαρύ λογαριασμό της τάξεως των 2,5 δισ. ευρώ. Οι ιδιοκτήτες ακινήτων οι οποίοι θα λάβουν τη «λυπητερή» μπορούν να πληρώσουν, όποτε θέλουν έως το τέλος Οκτωβρίου τις δύο πρώτες δόσεις χωρίς επιβάρυνση σε εφαρμογή των διατάξεων που κατέθεσε το βράδυ της Τετάρτης στη Βουλή το υπουργείο Οικονομικών ώστε να σβήσει το σχετικό πέναλτι. Η υπό ψήφιση διάταξη ορίζει ότι: «επανακαθορίζονται, ειδικά για το έτος 2020, οι προθεσμίες καταβολής των προβλεπόμενων δόσεων (έξι ισόποσες) του ΕΝΦΙΑ και συγκεκριμένα, παρέχεται η δυνατότητα καταβολής της πρώτης και της δεύτερης δόσης μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Οκτωβρίου 2020 και καθεμιάς από τις επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των τεσσάρων επομένων μηνών». Αυτό πρακτικά σημαίνει πως σε οποιαδήποτε ημερομηνία έως το τέλος Οκτωβρίου εξοφληθούν οι δύο πρώτες δόσεις δεν επιβάλλεται προσαύξηση φόρου παρά το γεγονός ότι η προθεσμία πληρωμής της πρώτης δόσης εκπνέει στις 30 Σεπτεμβρίου.

Ζημιές ρεκορ

Ζημιές ρεκόρ ύψους 1,37 δισ. ευρώ κατέγραψαν στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους οι εισηγμένες στο ΧΑ εταιρείες, οι οποίες σε ποσοστό 54% ήταν ζημιογόνες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η Πήγασος ΑΧΕΠΕΥ η πλειοψηφία των εισηγμένων παρουσίασε μείωση των λειτουργικών κερδών και των περιθωρίων. Αναλυτικότερα, με βάση τα στοιχεία της χρηματιστηριακής, επί 265 ισολογισμών των εισηγμένων, οι ζημιογόνες εταιρίες είναι 144, με 50 εξ αυτών να εμφανίζουν αύξηση ζημιών, 30 να εμφανίζουν μείωση και 57 να επιστρέφουν σε ζημιές. Από τις 121 κερδοφόρες εταιρίες, οι 24 εμφάνισαν αύξηση κερδών, οι 79 εμφάνισαν μείωση και 18 επέστρεψαν σε κέρδη. Αιτίες για αυτή την κατάσταση μπορούν να αναζητηθούν, σημειώνει η χρηματιστηριακή σε πολλά επίπεδα και σε διαφορετικούς χώρους: Η μείωση του εισοδήματος από την περικοπή μισθών και επιδομάτων στο Δημόσιο, η αύξηση της φορολογίας σε βασικά είδη, η μείωση της ζήτησης ακόμα και σε ανελαστικά προϊόντα, η υποτίμηση των κρατικών ομολόγων, η επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης σε οριακό πλέον σημείο, η αύξηση του κόστους δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, η μείωση της κρατικής δαπάνης για έργα υποδομών ή σε κλάδους με μεγάλη εξάρτηση από το δημόσιο, ο ανταγωνισμός σε κλάδους με οριακά περιθώρια (Ακτοπλοΐα, Ηλεκτρικές συσκευές, Εκδόσεις), η έκτακτη εισφορά ακόμα και η χρηματιστηριακή κάμψη των τιμών του α' εξαμήνου συνέβαλαν στην χειρότερη επίδοση όλων των εποχών η οποία εκμηδένισε τα κέρδη του α' τριμήνου και βύθισε οριστικά την χρήση σε ζημιές. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες έχουν ωστόσο ένα κοινό παρανομαστή που δεν είναι άλλος από την πιστοληπτική αναξιοπιστία της Ελληνικής οικονομίας. Ζημιές δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζονται στο σύνολο. Φαινόμενα ζημιών και μάλιστα σε επίπεδο άνω του 1 δις. ευρώ παρατηρήθηκαν στο τέταρτο τρίμηνο του 2008 και του 2009. Αυτό που αλλάζει δραματικά σε αυτή την δημοσίευση είναι η μαζικότητα των ζημιογόνων εταιριών. Για πρώτη φορά στην ιστορία των περιοδικών δημοσιεύσεων το πλήθος των εταιριών με αρνητική τελική γραμμή πήρε προβάδισμα σε μια σχέση 54/46.

pomidaani

nomisma_140x60
baner-pontiki