Η παροχή δανείων με εγγυήσεις που στηρίζονται στην ακίνητη περιουσία, έχει συνέπειες στον ίδιο χρηματοπιστωτικό τομέα της οικονομίας, ο οποίος είναι εκτεθειμένος σε κινδύνους που πηγάζουν από μία πτώση των τιμών.
Η μείωση των αντικειμενικών τιμών προβάλλει ως απειλή για τις τράπεζες, καθώς δάνεια ύψους 100 δισ. ευρώ τουλάχιστον τα οποία έχουν ενέχυρο ακίνητα, θα πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα των τιμών, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει πρόσθετες ανάγκες για κεφάλαια.
Τα ακίνητα είναι πάγια περιουσιακά στοιχεία, με μεγάλη διάρκεια ζωής και συχνά xρησιμοποιούνται ως εγγύηση για τη λήψη δανείων. Ταυτόχρονα, προσδιορίζουν το επίπεδο «πλούτου» των νοικοκυριών. Αυτές οι σημαντικές «εξωτερικές» επιδράσεις που συνδέονται με το επίπεδο των τιμών των ακινήτων σε μια οικονομία, θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη στο σχεδιασμό πολιτικών, που σχετίζονται με τα ακίνητα και ευρύτερα τις κατασκευές.
Η παροχή δανείων με εγγυήσεις που στηρίζονται στην ακίνητη περιουσία, έχει συνέπειες τόσο στο πεδίο της χρηματοδότησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, όσο και στον ίδιο το χρηματοπιστωτικό τομέα της οικονομίας, ο οποίος είναι εκτεθειμένος σε κινδύνους που απορρέουν από τις διακυμάνσεις του χαρτοφυλακίου ακινήτων που εγγυώνται τα δάνεια που παρέχει. Έτσι, το επίπεδο των τιμών των ακινήτων αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθορίζοντας τόσο το επίπεδο της χρηματοδότησης της οικονομίας, όσο και ενδεχόμενες πρόσθετες ανάγκες σε κεφάλαια για τις τράπεζες, ειδικά στις περιπτώσεις που εμφανίζεται δυσαρμονία μεταξύ τιμών ακινήτων (που λειτουργούν ως εγγυήσεις) με το ύψος των δανείων που έχουν εκταμιευτεί. Η επέκταση της στεγαστικής πίστης - το υπόλοιπο των στεγαστικών δανείων από €16 δισεκ. το 2002 διαμορφώθηκε σε €80 δισεκ. το 2010 - τροφοδότησε σημαντικά την ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα. Μέχρι τα τέλη του 2010 το υπόλοιπο των στεγαστικών δανείων αυξανόταν συνεχώς, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό, ενώ τα τελευταία χρόνια παρατηρείται περιορισμός της στεγαστικής πίστης. Η κορύφωση της μείωσης της στεγαστικής πίστης παρουσιάστηκε στα μέσα του 2013 (-5,7%), ενώ έπειτα ο ρυθμός μείωσης επιβραδύνεται. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η μείωση των στεγαστικών δανείων ενδεχομένως να είχε παρατηρηθεί νωρίτερα, αλλά τα διαθέσιμα στοιχεία περιλαμβάνουν και τις αναδιαρθρώσεις δανείων (οι οποίες λογίζονται ως νέα δάνεια) που σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 2010-2012. Η χρηματοδότηση των κατασκευαστικών επιχειρήσεων, ακολούθησε παρόμοιο πρότυπο με τη στεγαστική πίστη . Το υπόλοιπο των χορηγούμενων δανείων σε κατασκευαστικές επιχειρήσεις, αυξήθηκε από €2,2 δισεκ. το 2002 σε περίπου €10 δισεκ. το 2014.