Κάθε περιστασιακά απασχολούμενος, δηλαδή φορολογούμενος που απέκτησε ένα πολύ μικρό ποσό εισοδήματος από εργασία μερικών εβδομάδων ή λίγων μηνών μέσα στο προηγούμενο έτος, είναι υποχρεωμένος να υποβάλει και φέτος φορολογική δήλωση. Σε κάθε τέτοια περίπτωση όμως τα τεκμήρια διαβίωσης που βαρύνουν το φορολογούμενο (το ελάχιστο τεκμήριο διαβίωσης των 3.000 ευρώ αν είναι άγαμος ή των 2.500 ευρώ αν είναι έγγαμος καθώς και τα ποσά των τεκμηρίων διαβίωσης για την κατοικία και το Ι.Χ.) προσδιορίζουν το ύψος του φορολογητέου εισοδήματός του σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο του πραγματικού πενιχρού του εισοδήματος. Για κάθε τέτοια περίπτωση προβλέπεται ότι εφόσον το πραγματικό δηλωθέν εισόδημα δεν υπερβαίνει τα 6.000 ευρώ και το τεκμαρτό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα 9.500 ευρώ και εφόσον δεν ασκείται επιχειρηματική δραστηριότητα για την οποία έχει υποβληθεί δήλωση έναρξης εργασιών στην εφορία, το εισόδημα από την περιστασιακή εργασία και η προστιθέμενη διαφορά εισοδήματος που προκύπτει βάσει των τεκμηρίων φορολογούνται με την κλίμακα φόρου εισοδήματος των μισθωτών, στην οποία προβλέπονται αφορολόγητα όρια κλιμακούμενα από 8.636 έως 9.545 ευρώ. Δηλαδή, το πενιχρό εισόδημα από την περιστασιακή απασχόληση και το πρόσθετο εισόδημα που προκύπτει βάσει των τεκμηρίων μένουν στην ουσία αφορολόγητα. Ωστόσο, για την κατοχύρωση του αφορολογήτου θα πρέπει ο περιστασιακά απασχολούμενος φορολογούμενος να δηλώσει στη φετινή φορολογική του δήλωση ότι κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους πραγματοποίησε δαπάνες για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών που ισοδυναμούν με ποσοστό 10%-18,75% όχι επί του πενιχρού πραγματικού εισοδήματός του αλλά επί του πολύ πιο υψηλού ποσού τεκμαρτού εισοδήματος. Για την απόδειξη των δαπανών αυτών θα πρέπει να έχει μαζέψει τις αντίστοιχες χάρτινες αποδείξεις λιανικών συναλλαγών. Αν δεν δηλώσει καθόλου ποσό δαπανών βάσει αποδείξεων, θα επιβαρυνθεί με φόρο εισοδήματος που θα υπολογιστεί με 22% επί του ποσού αυτού. Αν δηλώσει ποσό χαμηλότερο από το ποσοστό που πρέπει να καλύψει θα πληρώσει φόρο 22% επί της ακάλυπτης διαφοράς.
Κάλυψη
Επίσης, εφόσον το τεκμαρτό εισόδημα είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό εισόδημα, η επιπλέον διαφορά φορολογητέου εισοδήματος μπορεί να δικαιολογηθεί με διάφορους νόμιμους τρόπους ώστε ως τελικό φορολογητέο εισόδημα να ληφθεί υπόψη το πενιχρό πραγματικό εισόδημα και όχι το εξωπραγματικό τεκμαρτό και να μην στερηθεί διάφορα κοινωνικά επιδόματα που χορηγούνται βάσει εισοδηματικών κριτηρίων. Η δικαιολόγηση της επιπλέον διαφοράς φορολογητέου εισοδήματος μπορεί να γίνει κυρίως:
-με την αναγραφή στη φορολογική δήλωση ποσών που δανείστηκε ο φορολογούμενος από το τραπεζικό σύστημα, από συγγενείς ή φίλους του,
-με την αναγραφή στη φορολογική δήλωση χρηματικών ποσών που του δώρισαν οι γονείς του ή κληρονόμησε,
-με τη δήλωση άλλων ποσών που έλαβε κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, τα οποία δεν αποτελούν εισόδημα (κέρδη από λαχεία, αποζημιώσεις από ασφαλιστικές εταιρίες κ.λπ.) ή θεωρούνται εισόδημα αλλά έχουν φορολογηθεί αυτοτελώς, στην πηγή, με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης ή έχουν απαλλαγεί νομίμως από τη φορολογία,
-με τη δήλωση αποθέματος εισοδημάτων που αποκτήθηκαν νομίμως, δηλώθηκαν και φορολογήθηκαν κανονικά ή απαλλάχθηκαν από τη φορολογία κατά τα προηγούμενα έτη και τα οποία κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους αναλώθηκαν (μέθοδος «ανάλωσης» κεφαλαίου προερχόμενου από εισοδήματα παρελθόντων ετών).
2.Σε κάθε περίπτωση ανέργου κατά την οποία τα τεκμήρια διαβίωσης προσδιορίζουν το φορολογητέο εισόδημα σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από το δηλωθέν, η προστιθέμενη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος, που προκύπτει λόγω της εφαρμογής των τεκμηρίων διαβίωσης φορολογείται με την κλίμακα φόρου εισοδήματος των μισθωτών, δηλαδή λαμβανομένου υπόψη αφορολόγητου ορίου 8.636-9.545 ευρώ, ανεξαρτήτως της διάρκειας της ανεργίας εντός του προηγούμενου έτους. Και στην περίπτωση αυτή όμως ο φορολογούμενος πρέπει να προσέξει το θέμα των δαπανών βάσει αποδείξεων. Θα πρέπει δηλαδή να δηλώσει στη φετινή φορολογική του δήλωση ποσό δαπανών που πραγματοποίησε πέρυσι για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών προκειμένου να κατοχυρώσει το αφορολόγητο. Το ποσό που πρέπει να δηλώσει θα πρέπει να αποδεικνύεται με βάση χάρτινες αποδείξεις που πρέπει να έχει μαζέψει και να έχει διαφυλάξει και το ύψος του θα πρέπει να κινείται μεταξύ 10% και 18,75% του τεκμαρτού εισοδήματος που τού προσδιορίζουν τα τεκμήρια διαβίωσης. Κάθε άνεργος θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη του ότι σε περίπτωση που το τεκμαρτό εισόδημα είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό του εισόδημα, η επιπλέον διαφορά φορολογητέου εισοδήματος που θα προκύψει μπορεί να δικαιολογηθεί με τους τρόπους που περιγράψαμε παραπάνω στην περίπτωση του περιστασιακά απασχολουμένου ώστε ο υπολογισμός του φόρου να γίνει όχι επί του υψηλού τεκμαρτού εισοδήματος αλλά επί του σημαντικά χαμηλού πραγματικού και εν τέλει το χαμηλό αυτό εισόδημα να ληφθεί υπόψη ως το ετήσιο εισόδημα του ανέργου, σε κάθε περίπτωση χορήγησης κοινωνικού επιδόματος βάσει εισοδηματικών κριτηρίων (π.χ. για τη χορήγηση του επιδόματος τέκνων από τον ΟΠΕΚΑ).
3. Κάθε φορολογούμενος που ασκεί ατομικά επιχειρηματική δραστηριότητα παραγωγής ή πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών ή ελευθέριο επάγγελμα οφείλει και φέτος να καταβάλει φόρο εισοδήματος, με βάση το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ:
-του πραγματικού καθαρού εισοδήματός του, δηλαδή του καθαρού κέρδους, το οποίο προκύπτει μετά την αφαίρεση των δαπανών της επιχείρησής του από τις εισπράξεις που έχει πραγματοποιήσει από την πώληση των προϊόντων του ή την παροχή των υπηρεσιών του,
-του τεκμαρτού εισοδήματός του και των δαπανών που τυχόν πραγματοποίησε για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων (για την αγορά ακινήτων, Ι.Χ. αυτοκινήτων, σκαφών αναψυχής, αντικειμένων αξίας άνω των 10.000 ευρώ κ.λπ.), την αποπληρωμή δανείων (στεγαστικών, καταναλωτικών ή προσωπικών) και πιστωτικών καρτών, την αγορά τίτλων του Δημοσίου, μετοχών κ.λπ., τη χορήγηση δωρεών προς τα παιδιά του ή τους συγγενείς του. Ουσιαστικά, σε κάθε περίπτωση, εφόσον το πραγματικό εισόδημα είναι χαμηλότερο αυτού που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια, ο φόρος υπολογίζεται όχι επί του πραγματικού αλλά επί του υψηλότερου τεκμαρτού ποσού εισοδήματος. Ακόμη δε και σε περίπτωση που από την ατομική άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας προκύπτει ζημία αντί για καθαρό κέρδος, η ατομική επιχείρηση φορολογείται βάσει τεκμηρίων για μη πραγματικό, τεκμαρτό εισόδημα. Φορολογείται δηλαδή σαν να είχε καθαρά κέρδη, καθώς η ζημία δεν λαμβάνεται υπόψη. Επί του μεγαλύτερου ποσού μεταξύ πραγματικού και τεκμαρτού εισοδήματος επιβάλλεται φόρος εισοδήματος με συντελεστή 22% από το πρώτο ευρώ. Σε περιορισμένο πλέον αριθμό περιπτώσεων κατά τις οποίες το ύψος του φορολογητέου – πραγματικού ή τεκμαρτού- εισοδήματος είναι μεγαλύτερο των 20.000 ευρώ, τα πέραν των 20.000 ευρώ ποσά του εισοδήματος αυτού φορολογούνται με συντελεστές κλιμακούμενους από 29%-45%.
Στη συνέχεια, επί του φόρου εισοδήματος – που υπολογίζεται με συντελεστές κλιμακούμενους από 22% – 45%- επιβάλλεται προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου έτους, με συντελεστή 100%. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση ενδέχεται να μειώσει φέτος το ποσοστό της προκαταβολής φόρου εισοδήματος σε ποσοστό 50% ή και χαμηλότερο, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι από το άθροισμα κύριου φόρου εισοδήματος και προκαταβολής φόρου αφαιρείται (εκπίπτει) το ποσό της περσινής προκαταβολής φόρου.
Επιπλέον επιβαρύνσεις
Πέραν των παραπάνω, αν ο φορολογούμενος που έχει ατομική επιχείρηση δηλώσει φέτος (για τη χρήση του 2019) ζημία ή πολύ χαμηλό καθαρό κέρδος αλλά τα τεκμήρια διαβίωσης τού προσδιορίσουν το φορολογητέο εισόδημά του σε επίπεδο που υπερβαίνει τις 12.000 ευρώ, τότε ο φορολογούμενος αυτός οφείλει να καταβάλει και ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Επιπλέον, θα κληθεί να καταβάλει και τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ. Σε περίπτωση δικαιολόγησης της διαφοράς μεταξύ χαμηλού πραγματικού και υψηλού τεκμαρτού εισοδήματος, ο υπολογισμός του φόρου εισοδήματος θα γίνει επί του πραγματικού εισοδήματος.