Φορολογούμενοι που το 2020 επλήγησαν οικονομικά από την επιδημία του κορονοϊού και απαλλάσσονται από τα τεκμήρια διαβίωσης με διατάξεις που ψηφίστηκαν πρόσφατα από τη Βουλή θα πληρώσουν φέτος Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) μειωμένο κατά 50% ή ακόμη και θα απαλλαγούν πλήρως από την υποχρέωση πληρωμής του φόρου αυτού για φέτος. Πρόκειται για ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων, εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα και εκμισθωτές ακινήτων που κατά τη διάρκεια του 2020 υπέστησαν σημαντικές απώλειες εισοδημάτων και περιλαμβάνονται στις «πληττόμενες» επιχειρήσεις και οικογένειες, οι οποίες έχουν λάβει οικονομικές ενισχύσεις και αποζημιώσεις για τα χαμένα τους εισοδήματα.
Τα ετήσια φορολογητέα οικογενειακά εισοδήματα των συγκεκριμένων φορολογουμένων, λόγω της πολύ μεγάλης μείωσης που υπέστησαν κατά τη διάρκεια του 2020, έχουν υποχωρήσει κάτω από τα εισοδηματικά όρια που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία για τη χορήγηση απαλλαγών από τον ΕΝΦΙΑ. Επίσης τα τεκμήρια διαβίωσης, τα οποία προσδιορίζουν φέτος τα οικογενειακά εισοδήματά τους σε πολύ πιο υψηλά επίπεδα τόσο από τα πραγματικά όσο και από τα όρια για τη χορήγηση των απαλλαγών από τον ΕΝΦΙΑ, δεν πρόκειται να ισχύσουν για τους συγκεκριμένους φορολογούμενους. Δηλαδή τα εξωπραγματικά τεκμαρτά εισοδήματα τα οποία προκύπτουν φέτος από την εφαρμογή των τεκμηρίων δεν πρόκειται να ληφθούν υπόψη για να κριθεί εάν πληρούνται τα εισοδηματικά κριτήρια για τη χορήγηση απαλλαγών από τον ΕΝΦΙΑ. Το αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών θα είναι οι εν λόγω φορολογούμενοι να απαλλαγούν φέτος, για πρώτη φορά, από το 50% ή ακόμη και από το σύνολο του ΕΝΦΙΑ που αναλογεί στην ακίνητη περιουσία τους.
Σύμφωνα, ειδικότερα, με την ισχύουσα νομοθεσία, δικαιούχος απαλλαγής από το 50% του ΕΝΦΙΑ είναι κάθε φορολογούμενος που, μεταξύ άλλων, είχε κατά το προηγούμενο έτος «συνολικό ετήσιο καθαρό οικογενειακό εισόδημα» μέχρι 9.000 ευρώ. Το όριο αυτό προσαυξάνεται κατά 1.000 ευρώ για τον ή τη σύζυγο και για κάθε εξαρτώμενο τέκνο της οικογένειας.
Επιπλέον, στις οικογένειες που είναι τρίτεκνες ή πολύτεκνες ή περιλαμβάνουν ανάπηρα άτομα κατά ποσοστό 80% και άνω χορηγείται πλήρης απαλλαγή από τον ΕΝΦΙΑ εφόσον, μεταξύ άλλων, το «συνολικό ετήσιο καθαρό οικογενειακό εισόδημα» του προηγούμενου έτους δεν έχει υπερβεί τις 12.000 ευρώ. Το όριο αυτό προσαυξάνεται κατά 1.000 ευρώ για τον ή τη σύζυγο και κάθε εξαρτώμενο μέλος.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η σημαντική μείωση των πραγματικών ετήσιων φορολογητέων εισοδημάτων εκατομμυρίων φορολογουμένων κατά τη διάρκεια του 2020 σε συνδυασμό με τη μη εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης, που κάθε χρόνο προσδιορίζουν σε πολλούς τεκμαρτά ετήσια φορολογητέα οικογενειακά εισοδήματα πολύ μεγαλύτερα από τα πραγματικά, θα έχει ως συνέπεια πάρα πολλοί εκ των φορολογουμένων αυτών να εμφανίσουν για πρώτη φορά ετήσια οικογενειακά εισοδήματα χαμηλότερα των εισοδηματικών ορίων που προβλέπονται για μερική ή ολική απαλλαγή από τον ΕΝΦΙΑ. Το αποτέλεσμα θα είναι να αυξηθεί φέτος σημαντικά ο αριθμός των φυσικών προσώπων που θα πληρώσουν ΕΝΦΙΑ μειωμένο κατά 50% καθώς και ο αριθμός των τριτέκνων και των πολυτέκνων που θα απαλλαγούν πλήρως από τον ΕΝΦΙΑ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία από τη στατιστική επεξεργασία των εκκαθαριστικών του ΕΝΦΙΑ του έτους 2020, τα οποία έχει αναρτήσει στην ιστοσελίδα της η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), πέρυσι απαλλάχθηκαν από το 50% ή ακόμη κι από το σύνολο του ΕΝΦΙΑ που αναλογούσε στα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία τους 1.220.476 φυσικά πρόσωπα. Οι απαλλαγές χορηγήθηκαν στα πρόσωπα αυτά με βάση τα εισοδηματικά κριτήρια που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία. Δηλαδή τα ετήσια εισοδήματα των φορολογουμένων αυτών ήταν μικρότερα από τα όρια εισοδήματος που προβλέπει η νομοθεσία.
Φέτος, που οι απαλλαγές από τον ΕΝΦΙΑ θα χορηγηθούν με βάση τα εισοδήματα του 2020 τα οποία δηλώνονται στις φετινές φορολογικές δηλώσεις, ο αριθμός των φορολογουμένων που θα καταστούν δικαιούχοι μειώσεων κατά 50% ή ακόμη και κατά 100% στον ΕΝΦΙΑ θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερος (πιθανότατα να προσεγγίσει ή ακόμη και να ξεπεράσει τα 2.000.000), καθώς θα προστεθούν εκατοντάδες χιλιάδες περιπτώσεις νοικοκυριών που, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, υπέστησαν σημαντικές μειώσεις εισοδημάτων λόγω αναστολών στη λειτουργία των ατομικών επιχειρήσεών τους ή λόγω αναστολών στις συμβάσεις εργασίας τους.